- ζούρλα
- και ζούρλια, η1. παραφροσύνη, ανισορροπία, τρέλα2. συμπεριφορά, πράξη παράλογη και ανόητη3. φρ. (για πρόσ. πράγματα ή συμβάντα) «είναι ζούρλια» — είναι εξαιρετικά ωραίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζουρλός, υποχωρητικός σχηματισμός].
Dictionary of Greek. 2013.